- σαχέλιος
- -α, -ο, Νγεωλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σαχέλια βαθμίδα2. φρ. «σαχέλια βαθμίδα» — ή, απλώς, «το σαχέλιο» — υποδιαίρεση τού ανώτερου μειοκαινου ή, κατ' άλλους, τού κατώτερου πλειοκαίνου, και τών αποθέσεών της, η οποία ακολουθεί την τορτόνια και προηγείται τής πλακέντιας βαθμίδας τού πλειοκαίνου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. (etage) sahelicn < Sahel, ονομ. περιοχής τού Οράν όπου μελετήθηκαν για πρώτη φορά οι επιφανειακές εμφανίσεις τής βαθμίδας].
Dictionary of Greek. 2013.